- σιδηρούχος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν1. αυτός που περιέχει σίδηρο ή μια από τις ενώσεις τού σιδήρου2. φρ. α) «σιδηρούχες πηγές»γεωλ. κατηγορία ιαματικών πηγών τών οποίων το νερό περιέχει περισσότερα από 10 μικρογραμμάρια σίδηρο ανά λίτρο υπό μορφή διαλυμένων αλάτων, κυρίως, ανθρακικού σιδήρουβ) «σιδηρούχες οξυπηγές» — σιδηρούχες πηγές που το νερό τους περιέχει, εκτός τού σιδήρου, και ελεύθερο διοξείδιο τού άνθρακα σε ποσότητα τουλάχιστον ενός γραμμαρίου ανά λίτρογ) «σιδηρούχες και αλκαλικών γαιών υδροανθρακικές οξυπηγές» — πηγές που το νερό τους περιέχει, εκτός τού σιδήρου, υδροανθρακικά άλατα τού ασβεστίου και τού μαγνησίου, καθώς και ελεύθερο διοξείδιο τού άνθρακαδ) «σιδηροχλωριονατριούχες και σιδηρούχες αλιπηγές» — πηγές που περιέχουν, εκτός τού σιδήρου, και χλωριούχο νάτριοε) «σιδηρούχα νερά» — τα νερά τών σιδηρούχων ιαματικών πηγών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων. Κούμα].
Dictionary of Greek. 2013.