σιδηρούχος

σιδηρούχος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που περιέχει σίδηρο ή μια από τις ενώσεις τού σιδήρου
2. φρ. α) «σιδηρούχες πηγές»
γεωλ. κατηγορία ιαματικών πηγών τών οποίων το νερό περιέχει περισσότερα από 10 μικρογραμμάρια σίδηρο ανά λίτρο υπό μορφή διαλυμένων αλάτων, κυρίως, ανθρακικού σιδήρου
β) «σιδηρούχες οξυπηγές» — σιδηρούχες πηγές που το νερό τους περιέχει, εκτός τού σιδήρου, και ελεύθερο διοξείδιο τού άνθρακα σε ποσότητα τουλάχιστον ενός γραμμαρίου ανά λίτρο
γ) «σιδηρούχες και αλκαλικών γαιών υδροανθρακικές οξυπηγές» — πηγές που το νερό τους περιέχει, εκτός τού σιδήρου, υδροανθρακικά άλατα τού ασβεστίου και τού μαγνησίου, καθώς και ελεύθερο διοξείδιο τού άνθρακα
δ) «σιδηροχλωριονατριούχες και σιδηρούχες αλιπηγές» — πηγές που περιέχουν, εκτός τού σιδήρου, και χλωριούχο νάτριο
ε) «σιδηρούχα νερά» — τα νερά τών σιδηρούχων ιαματικών πηγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων. Κούμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιδηρούχος — α, ο αυτός που περιέχει σίδηρο: Το σπανάκι, οι φακές και το κρέας ανήκουν στις σιδηρούχες τροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”